μετροειδής

μετροειδής
μετροειδής, -ές (Α)
όμοιος με μέτρο ή ρυθμό, μετρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετροειδῆ — μετροειδής like metre neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μετροειδής like metre masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μετροειδής like metre masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετροειδές — μετροειδής like metre masc/fem voc sg μετροειδής like metre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”